-
Το μυστικό φαρμακείο της Sarah Penner
Το ρούφηξα κυριολεκτικά σε ένα 24ωρο! Η ιστορία που μοιράζεται στο 1791 και στο σήμερα είναι ευρηματική κι αναδεικνύει τον ρόλο της γυναίκας στο τότε και στο τώρα. Από τη μία η Νέλλα, μια φαρμακοποιός που δημιουργεί δηλητήρια με φυσικές ουσίες και τα δίνει σε γυναίκες που θέλουν να σκοτώσουν τους άντρες τους, τους εργοδότες τους, τα αρσενικά που τις υποτιμούν, τις αδικούν, κι από την άλλη η Καρολάιν που βρίσκεται εγκλωβισμένη σε έναν αποτυχημένο γάμο και μια ζωή που δεν την γεμίζει πια. Παρόλο που διάβασα μέτριες κριτικές για το συγκεκριμένο βιβλίο, εμένα μου άρεσε πολύ! Οι περιγραφές του Λονδίνου, η σκοτεινή πλευρά μιας φαρμακοποιού- φόνισσας, η γοητεία αυτού…
-
Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη του Gianfranco Calligarich
Κάθε βιβλίο έχει τη δική του ώρα που έρχεται στη ζωή σου. Πριν από σχεδόν δύο χρόνια ξεκίνησα Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, διάβασα τις δέκα πρώτες σελίδες που μου υπόσχονταν μία λογοτεχνία που αγαπώ και το παράτησα. Και να που έφτασε η στιγμή να το διαβάσω εκ νέου από την αρχή και να το ολοκληρώσω. Υπέροχο, μελαγχολικό, με περιγραφές της Ρώμης που σε κάνει να τη ζεις σαν ντόπιος κι όχι όπως την έχω ζήσει εγώ ως τουρίστρια ή επιβάτιδα της ζωής όπως θέλω να λέω. Η Ρώμη χάνει κάτι από εκείνα τα τουριστικά στενά της και τα μαγνητάκια με τον πάπα και γίνεται μία πόλη με ανθρώπινη υπόσταση.…
-
Απρίλης
Κάθομαι εδώ στη γωνιά μου, δίπλα στο υφασμάτινο φωτιστικό δαπέδου, με το laptop πάνω στο κεντητό τραπεζομάντηλο κυπριακής τεχνοτροπίας, προίκα μου από τη μαμά μου και τη γιαγιά μου, με τα παράθυρα ανοιχτά να μπαίνει η άνοιξη στα πνευμόνια μου. Κάθομαι και σκέφτομαι τη ζωή, τους ανθρώπους που γνώρισα, τους ανθρώπους που με γνώρισαν αλλά δεν άφησα να με γνωρίσουν, τις φράουλες που έφαγα το πρωί και τη λεμονιά στην αυλή μας που περιμένουμε να καρποφορήσει και για λίγο νιώθω ότι είμαι ο Νάνι Μορέτι στον δικό του «Απρίλη». Ανάμεσα στη φάρσα, στη μελαγχολία και την ίδια τη ζωή, σπάω κι εγώ πλάκα σαν εκείνον. Πάνε πέντε μέρες και έξι…
-
Όλα χαμένα του Κώστα Μιχόπουλου
Το βιβλίο του Κώστα Μιχόπουλου λέγεται “Όλα χαμένα” αλλά ο χρόνος που θα αφιερώσει κανείς για να το διαβάσει μόνο χαμένος δεν είναι. Με μία πρωτότυπη σύλληψη ο συγγραφέας από την πρώτη κιόλας σελίδα μοιράζεται με τον αναγνώστη την αγωνία που βιώνει η Μαρία καθισμένη στην παραλία ενώ έχει πια νυχτώσει. Περιμένοντας τον σύντροφό της, τον Άρη. Ο Άρης αγαπάει το ψάρεμα. Εκείνη όχι. Της είχε πει ότι σε τρεις ώρες θα είναι πίσω.Η ώρα έχει περάσει κι εκείνος παραμένει άφαντος, χαμένος στη θάλασσα. Πού βρίσκεται; Έτσι ξεκινάει αυτό το μικρό διαμαντάκι που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Νήσος.Μέσα στις σελίδες του συνάντησα σύγχρονους χαρακτήρες, αυθεντικούς. Είναι όλοι τους άνθρωποι που…
-
Στην καντίνα του Γιάννη
Οι καλύτερες συζητήσεις έγιναν κάτι βράδια Σαββάτου, χαράματα Κυριακής, στην καντίνα του Γιάννη. Τσίκνα, κρεμμυδίλα, όλοι οι λαοί, όλοι οι τύποι ανθρώπων μπαίνουν, βγαίνουν, κάθονται, φεύγουν. Όλοι είναι ίδιοι όταν σκίζουν το περιτύλιγμα και δαγκώνουν το ψωμί, το κρέας και την αλοιφή. Κάποιοι με το άλλο χέρι κρατούν τη χαρτοπετσέτα και μετά από κάθε μπουκιά σκουπίζουν το στόμα τους. Άλλοι μασουλάνε με το στόμα ανοιχτό, άλλοι μασάνε πιο γρήγορα. Αλλά την ώρα που δαγκώνουν μοιάζουν όλοι το ιδιο. Σκύβουν ελαφρώς την πλάτη προς το σάντουιτς, λες και η σπονδυλική στήλη παίζει καθοριστικό ρόλο στο μασούλημα και φουσκώνουν τα μάγουλά τους με μπαλίτσες μπουκιές. Εμείς καθόμαστε στο κλασικό μας τραπέζι στη…
-
Ξημέρωμα Κυριακής
Τωρα η ώρα είναι 5. Οι θορυβοι που με ανταμώνουν είναι συγκεκριμένοι. Το ψυγείο που φανερώνει ότι ζει και καταψύχει, ένα λεωφορείο που πατάει φρένο. Το φαντάζομαι με λιγοστούς επιβάτες με πρησμένα μάτια. Τους βλέπω που κάθονται μακριά ο ένας από τον άλλον, να κοιτούν μπροστά να νιώθουν τη μάχη της υγρασίας με τον κλιματισμό. Πού και πού κάποιο νιαούρισμα κι ένα κουνούπι που γυρίζει στο δωμάτιο και με αναγκάζει να διακόψω τη ζωή προσπαθώντας να σβήσω το σημάδι από τον αστράγαλό μου με τα νύχια μου. Ξημέρωσε Κυριακή κι η ζωή κυλάει όπως συνήθως. Κι όμως κάτι έχει αλλάξει. Έχω μία μηχανική κούραση στο εσωτερικό των ποδιών μου, στην…
-
Αντανάκλαση
Μια διάφανη μεμβράνη χωρίζει δύο πραγματικότητες. Τη δική μου και τη δική του. Μια γυάλινη σφαίρα, ένα κάτοπτρο που κάνει δύο κόσμους να απέχουν, να πορεύονται ξυστά, δίπλα κι όμως ν’ απέχουν. Και μια ανάμνηση είναι αυτό που μένει να συνδέει αυτές τις ατέρμονες ζωές. Μία ανάμνηση θολή, αλλοιωμένη, πρωινή που πλημμυρίζεται από τις ακτίνες του ηλίου. Έτσι όπως διαπερνούν το τζάμι διαθλώνται σε διάφανες χρωματιστές ακτίνες. Μοιάζουν με ανεπαίσθητα ουράνια τόξα που μόνο ένα ονειροπόλος σαν κι εμένα θα μπορούσε να τα δει. Κι εκείνος πίσω από το τζάμι. Ποιος να ξέρει τι βλέπει εκείνος. Τον παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου που κοιτάζει αφηρημένα έξω από το…
-
Η επιστροφή του Τζόζεφ Κόνραντ
Ο Άλβαν Χέρβεϋ ένας καθωσπρέπει μεγαλοαστός αποβιβάζεται από το τρένο του σ’ ένα σταθμό του Ουέστ Εντ και ανεβαίνει βιαστικός τα σκαλιά μες στο πλήθος. «Ήταν σαν να φορούσαν σχεδόν όλοι στολή. Τα αδιάφορα πρόσωπα, αν και διαφέρανε μεταξύ τους, είχαν κάποια συγγένεια, λες και μια ομάδα αδελφών αποφάσισαν με σύνεση, αξιοπρέπεια, αηδία ή πρόβλεψη, να αγνοήσουν ο ένας τον άλλον». Άνθρωποι βιαστικοί σαν να «δραπετεύουν […] από κάτι ύποπτο και αθέατο, κάτι σαν την αλήθεια ή την πανούκλα». Αυτή τη μέρα στα πέντε χρόνια που είναι παντρεμένος επιστρέφει λίγο νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως στη συζυγική του εστία. Το ζεύγος ζει μια υποτιθέμενη υπέροχη ζωή μέσα σε πλαίσια, σχήματα, συνήθειες,…
-
Πατάτες τηγανητές το βράδυ
Έχω αυτήν την εικόνα μου στο παλιό μας σπίτι, στην αυλή. Είναι καλοκαίρι, μεσημέρι και κάθομαι στην μπροστινή αυλή στο πεζούλι. Η μαμά μου σκουπίζει μέσα κι έχει ανοιχτή την πόρτα. Το πατάκι – περίεργο δεν είναι, θυμάμαι ακόμα το πατάκι – είναι γυρισμένο μισό ανάποδα, έτσι που μπορώ να δω το από πάνω μαλλιαρό μέρος και το από κάτω που είναι επίπεδο. Είμαι σίγουρα πολύ μικρή, λιγότερο από τεσσάρων χρονών. Νομίζω ότι φοράω ένα λευκό φόρεμα με κρόσσια και λίγο πριν χοροπηδούσα ανάμεσα στα δύο πεζούλια που ενώνουν τη δική μας αυλή με εκείνη της γιαγιάς μου. Κάθομαι εκεί λοιπόν, στο πεζούλι και περιμένω να τελειώσει η μαμά μου…
-
Το γλυκό του Δούναβη
Εκείνον τον Σεπτέμβρη είχα μία πόλη που έτρεχε γύρω μου. Έναν βηματισμό που με οδηγούσε από το Σύνταγμα στο Μοναστηράκι. Στην καρδιά της Αθήνας και σ’ εκείνο το αεράκι που σε κάνει να ελπίζεις σ’ έναν βηματισμό πιο γρήγορο, πιο χαρούμενο. Που σε κάνει να ελπίζεις ότι προχωράς… Με τον Μάριο βγήκαμε για πρώτη φορά πριν μία εβδομάδα περίπου. Άντε πάλι να ξανασυστήνεσαι, άντε πάλι μηνύματα και τηλέφωνα και ραντεβού, άντε πάλι να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Άντε πάλι. Πριν ακόμα μπω στην τρίτη δεκαετία της ζωής μου, ένιωθα τόσο κουρασμένη απ’ αυτό το άντε πάλι. Άντε πάλι λοιπόν και ραντεβού στο Θησείο στις 9 ακριβώς. Τόσο κλισέ, τόσο ίδιος.…