Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους του Μιχάλη Αλμπάτη
Συγκινητικό, αστείο, αληθινό.
Με μία καρδιά γεμάτη από συναισθήματα, αποχαιρέτισα το βιβλίο του Μιχάλη ένα πρωινό πηγαίνοντας στη δουλειά. Έμεινα για λίγα λεπτά μετέωρη στη συγκίνηση που μου είχαν προκαλέσει κάποιοι από τους “νεκρούς” του Μιχάλη ή μάλλον του Φανούρη (του ήρωά του), στο γέλιο που μου είχαν προκαλέσει κάποιοι άλλοι, στις μυρωδιές που είχε καταφέρει ο συγγραφέας να μυρίσω με απίστευτη ακρίβεια και στο κενό που νιώθει κάποιος όταν τελειώνει ενα πραγματικά καλό βιβλίο.
Η ρεαλιστική γραφή του Μιχάλη Αλμπάτη μάς μεταφέρει στη δεκαετία του ’50, στην Κρήτη. Ο ήρωάς του, ο έφηβος Φανούρης ανακαλύπτει, στην κηδεία του θείου του, ότι έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών.
«Η επόμενη ήταν Κυριακή και, όπως έκαναν πάντα, είχαν κινήσει πρωί πρωί με τη μητέρα του και την αδερφή του για την εκκλησία. Φυσικά, τα χθεσινά γεγονότα στην κηδεία της γρια-Ξώφαινας είχαν διαδοθεί απο στόμα σε στόμα και αποτελούσαν το κύριο θέμα συζήτησης σ’ ολόκληρο το χωριό. Στον δρόμο για τον Αϊ-Γιώργη, αλλά και μέσα στην εκκλησία, όταν άναψε το κερί κι έπειτα που στάθηκε μπροστά απ’ το ιερό μαζί με τους άλλους άντρες, τα βλέμματα όλων στρέφονταν επάνω του δίχως ίχνος κορoϊδίας πια, αλλά φορτισμένα με ανησυχία, δέος ή φόβο, ενώ τα χείλη τους ψιθύριζαν την ώρα που απο μπροστά τους περνούσε: “Μιλάει με τους νεκρούς!”, “Ακούει τους πεθαμένους!”».
Αυτό το σπάνιο χάρισμα του Φανούρη αποφασίζει να εκμεταλλευτεί ο θείος του κι έτσι ο έφηβος αποχαιρετά την περιορισμένη ζωή που είχε συνηθισει ως τότε, τη μητέρα, τη γιαγιά, την αδελφή του, τη Ρηνιώ του και μαζί ξεκινούν για ένα παράξενο ταξίδι, το οποίο θα συμπέσει, θα οδηγήσει, θα συντελέσει με τη/στην ενηλικίωσή του. Δεν ξέρω αν γίνεται σκόπιμα, αλλά ο ήρωας προκειμένου να ανακαλύψει την αγάπη (που είναι γένους θηλυκού), εγκαταλείπει οτιδήποτε θηλυκό υπήρχε προηγουμένως στη ζωή του, όλα τα Η – ίσως γιατί στην πραγματικότητα Η αγάπη συνοδεύεται πάντα από κάποια απώλεια. Για κάθε επιλογή που κάνουμε στη ζωή μας, υπάρχουν ταυτόχρονα άλλες τόσες που θάβουμε νεκρές ή ζωντανές ακόμα. Κι αυτό είναι κάτι που το ξέρουν καλά όλοι οι ήρωες του βιβλίου.
Ο Φανούρης συναντάει τους νεκρούς και κάθε κεφάλαιο είναι μία ξεχωριστή αφήγηση. Με αυτό το τέχνασμα ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να διαβάσει διαφορετικές μικρές ιστορίες μέσα στην ευρύτερη και αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που με έκανε να αγαπήσω αυτό το βιβλίο. Άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους συναντιούνται μέσα στο μυαλό του συγγραφέα κι αποδίδονται με απόλυτη πειστικότητα.
Ο θείος του Φανούρη για παράδειγμα είναι αυτό που θα λέγαμε κάποτε “μεγάλο μούτρο”: τεμπέλης, λαμόγιο, τζογαδόρος και μέγας παπαρολόγος. Κι όμως ο συγγραφέας καταφέρνει να τον κάνει συμπαθή στο κοινό. Τόσο εκείνον, όσο κι άλλους ανθρώπους που κάνουν την εμφάνισή τους. Ασύμβατους, περιθωριακούς, ανθρώπους του χωριού, παπάδες, ιερόδουλες, η Ελίζα, η Μαντάμ Ζωρζέτ.
Ο συγγραφέας έχει την ικανότητα να πλάθει τους χαρακτήρες με απόλυτη φυσικότητα μεταφέροντας στον αναγνώστη την αλήθεια τους με συμπεράσματα για τη ζωή που άλλες φορές με έκαναν να γελάσω, άλλες φορές να τα αμφισβητήσω αλλά τις περισσότερες φορές να συγκινηθώ. Κι αυτό γιατί οι ήρωες είναι αληθινοί, πλάθονται με ακρίβεια, με μυρωδιές, με κηλίδες στο δέρμα και κρεατοελιές, με τα πάθη, τους χαμένους εγωισμούς, τα όνειρα που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, τα ψέματα, όλα εκείνα που ορίζουν τις ζωές των ανθρώπων και τους κάνουν σάρκινους, αληθινούς. Δεν υπάρχει καλός και κακός, υπάρχουν μόνο άνθρωποι.
Μετά από πολύ καιρό νιώθω ότι επιτέλους διαβάζω την ελληνική λογοτεχνία που μας αξίζει να έχουμε.
Αν ο Φανούρης είναι η γέφυρα ανάμεσα στον θάνατο και τη ζωή, τότε η γραφή του Μιχάλη Αλμπάτη είναι η γέφυρα που ενώνει τη ζωή, τη φθορά, την αγάπη, τον έρωτα, το για πάντα με την τέχνη δημιοργώντας ένα νέο λογοτεχνικό σύμπαν, μία νέα ζωή.
*Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος