Short stories

Ένα ευτυχισμένο τέλος


Κι αν περίμενε κανείς για ένα ευτυχισμένο τέλος θα έκανε λάθος. Το λάθος γραφόταν στις ακτίνες που έπεφταν στους λευκούς τοίχους και τους χρωμάτιζαν με ένα είδος ανεμελιάς και αισιοδοξίας. Το λάθος γραφόταν στα πρωινά που συναντιούνταν πρόσωπο με πρόσωπο και δε μιλούσαν.


Το λάθος γραφόταν πάνω από το τραπέζι αυτών των δύο ανθρώπων. Ο Εκείνος καθόταν σκυφτός στη μία άκρη και ο Άλλος στην άλλη. Καμία σημασία δεν είχε αν ο Εκείνος φορούσε ένα φθινοπωρινό σακάκι, ένα γαλάζιο πουκάμισο και ένα μπλε υφασμάτινο παντελόνι κι αν ο Άλλος φορούσε ένα λεπτό ανοιξιάτικο φόρεμα. Καμία σημασία δεν είχε αν ο καλοκαιρινός αέρας έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο κι ανακάτευε για λίγο τις τρίχες που προεξείχαν από τα μαλλιά τους. Έτσι κι αλλιώς κι οι δύο κάθονταν σκυφτοί στο τραπέζι, κοιτώντας το ίχνος ίσως κάποιου πιάτου. Που ίσως κάποτε υπήρξε.


Έμεναν έτσι περιμένοντας να σβήσει και το τελευταίο του ίχνος. Να βεβαιωθούν ότι δεν υπήρχε πια καμία απόδειξη για την ύπαρξή του. Να βεβαιωθούν ότι δεν υπήρξαν ποτέ αυτές οι αόριστες κουβέντες που γίνονται πάνω από ένα τέτοιο πιάτο.

Ο Εκείνος και ο Άλλος παρέμεναν σκυφτοί. Ο αέρας του καλοκαιριού έφερνε μυρωδιές από αλάτι και ήλιο. Σε αυτό το σπίτι είχε όμως φωλιάσει χειμώνας και λουλούδια που μαράθηκαν. Ο Εκείνος και ο Άλλος στέκονταν ακίνητοι σε κάθε κίνηση του χρόνου. Τα φύλλα έμπαιναν από το παράθυρο, ο αέρας λυσσομανούσε, αλλά κανείς δε σκεφτόταν να σηκωθεί από το τραπέζι.


Είχαν γίνει ο Εκείνος κι ο Άλλος του καθενός κι αυτός ο δεσμός είναι δύσκολος να λυθεί.

Το πρωί ο ήλιος έφεγγε μάταια. Τα ξυπνήματα ήταν πάντα εκεί αλλά τα μάτια τους παρέμεναν κλειστά. Σφραγισμένα σε αυτό το ίχνος μιας άλλης ζωής που επρόκειτο να εξαφανιστεί.

Κανείς δεν ξέρει ποιο θα είναι το τέλος. Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει πότε όλα αυτά τα ίχνη θα σταματήσουν να υπάρχουν. Η εξαφάνιση ήταν η ουσία της ανυπαρξίας τους. Οι κουρτίνες σχημάτιζαν πού και πού κύματα, τόσο που το ξηλωμένο ύφασμα έμοιαζε να σκουπίζει κάποιο αόρατο πάτωμα.

Στο ίδιο πάτωμα που χόρευαν τα βράδια οι αναμνήσεις μιας άλλης ζωής του Εκείνου και του Άλλου. Κινούνταν με χάρη δίπλα σε λέξεις, σε προτάσεις σε ανείπωτα. Κι είναι στ’ αλήθεια παράξενο πώς εκείνο το κερί παρέμενε αναμμένο τόσα χρόνια. Ο αέρας δεν το έσβησε, ο ήλιος δεν το έκαψε. Είχε έρθει όμως η σειρά του. Κι έτσι απλά πέρασε από την ύπαρξη στην ανυπαρξία. Αφήνοντας ίχνη μιας ζωής. Υπολείμματα, μικρά αντίο. Ο Εκείνος έκανε το αδιανόητο. Σήκωσε αργά κι απρόσμενα το βλέμμα του από το τραπέζι και κοίταξε το λιωμένο κερί. Αμέτρητοι μικροί ήχοι που έβγαιναν από τον αυχένα του, προειδοποιούσαν το κορμί του ότι κάτι έσπαγε μέσα του. Ο Εκείνος κοίταξε τα συντρίμμια του κεριού. Κι έπειτα κοίταξε τον Άλλο. Η όψη του ήταν διαφορετική. Τα μαλλιά του ήταν πια γκρι, σκονισμένα. Ίχνη μιας αλλοτινής νιότης ξέφευγαν πού και πού από την κορυφή του κεφαλιού του. Από τον τρόπο που είχε σκυμμένο το κεφάλι του ο Εκείνος μπορούσε να δει τη χωρίστρα του Άλλου κι από μέσα ένα διάφανο λευκό δέρμα στο οποίο κατοικούσαν οι τρίχες.


Ο Εκείνος περιεργάστηκε για λίγο την εικόνα που είχε μπροστά του. Πόσο καιρό είχε να κοιτάξει τον
Άλλο; Σαν να πέρασαν αιώνες από τη στιγμή που εκείνο το ίσως, ανύπαρκτο τραπέζι ήταν υπαρκτό.
Ο Εκείνος έκανε μία κίνηση προς τον Άλλο. Η σπονδυλική του στήλη κατέρρεε. Αμέτρητα «κρακ» έσκιζαν την ανυπαρξία του χώρου. Σα να κατέρρεε μια ολόκληρη εποχή σε αυτό το μικρό δωμάτιο. Σα να γκρεμίζονταν κόσμοι και λίγα δευτερόλεπτα από την αιωνιότητα που περικλείει η ζωή, η ύπαρξη κι η ανυπαρξία ισορρόπησαν.

Ο Εκείνος σήκωσε το χέρι του λίγο πριν την απόλυτη φθορά και το τοποθέτησε πάνω στο χέρι του Άλλου. Και σ’ αυτήν τη μικρή και τόσο ασήμαντη στιγμή που η ζωή κάπου αλλού συνεχιζόταν ο Εκείνος κι o Άλλος επιτέλους κοιτάχτηκαν.