Short stories

Το γλυκό του Δούναβη

Εκείνον τον Σεπτέμβρη είχα μία πόλη που έτρεχε γύρω μου. Έναν βηματισμό που με οδηγούσε από το Σύνταγμα στο Μοναστηράκι. Στην καρδιά της Αθήνας και σ’ εκείνο το αεράκι που σε κάνει να ελπίζεις σ’ έναν βηματισμό πιο γρήγορο, πιο χαρούμενο. Που σε κάνει να ελπίζεις ότι προχωράς…

Με τον Μάριο βγήκαμε για πρώτη φορά πριν μία εβδομάδα περίπου. Άντε πάλι να ξανασυστήνεσαι,  άντε πάλι μηνύματα και τηλέφωνα και ραντεβού, άντε πάλι να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Άντε πάλι. Πριν ακόμα μπω στην τρίτη δεκαετία της ζωής μου, ένιωθα τόσο κουρασμένη απ’ αυτό το άντε πάλι. Άντε πάλι λοιπόν και ραντεβού στο Θησείο στις 9 ακριβώς.

Τόσο κλισέ, τόσο ίδιος. Τόσο προβλέψιμο το Θησείο και το 9 το βράδυ. Είχα ανάγκη να πάρω λίγο αέρα πριν φτάσω σ’ αυτό το άντε πάλι. Είχα ανάγκη να περπατήσω. Να περπατήσω στην Πατησίων. Εκεί βρίσκω πάντα ανακούφιση. Ανάμεσα σ’ αυτήν τη σύγχρονη Βαβέλ, στους ήχους από τα λεωφορεία και τα αυτοκίνητα, στην απόλυτη παραίτηση, στο  Πολυτεχνείο και στο ετοιμόρροπο Μινιόν. Στις κραυγές από γλώσσες που δεν καταλαβαίνω και στα χρώματα που μοιάζουν ξένα στον Αθηναϊκό ουρανό,στις απαίσιες μυρωδιές της σήψης. Γιατί η Αθήνα είναι μια πόλη που πεθαίνει και γεννιέται διαρκώς και οι δικές μου σκέψεις μοιάζουν να βρίσκουν καταφύγιο.

Κι είναι και κάτι ακόμα. Η Πατησίων ήταν ο δρόμος μας. Μας. Ποιων μας; Κάποιων, δύο κάποιων που τα ίχνη τους είναι σπαρμένα σε ολόκληρη τη λεωφόρο.  Που τα γέλια τους, είμαι σίγουρη, είναι ανάμεσα στους κομμένους κορμούς που βουλιάζουν στα μυτερά κάγκελα. Και που η ζωή τους σκόρπισε πάνω από την Πατησίων και σταμάτησαν να λέγονται «μας». Σταμάτησαν να λέγονται.

Περπάτησα λοιπόν. Κι αποφάσισα στο σημερινό ραντεβού να βάλω το πιο γλυκό χαμόγελό μου και να παραστήσω τη χαρούμενη που μου συμβαίνουν όλα τα υπέροχα κλισέ που περιμένουμε να συμβούν. Κι ο βηματισμός μου εντάθηκε. Χωρίς λόγο, σα να προσπαθούσα να προφτάσω κάτι. Τη ζωή που τρέχει, την ευτυχία που με περιμένει. Αλλά ήταν ακόμη νωρίς. Ήταν μόλις  7μιση. Έστριψα στον από πάνω δρόμο για να βγω στο Πεδίον του Άρεως, να μπλεχτώ με τα φαντάσματα του πάρκου, με τους ζωντανούς νεκρούς αυτής της πόλης. Μήπως κι εγώ μια ζωντανή νεκρή δεν ήμουν;

Από μακριά, φώτα κάλυπταν τη μαυρίλα. Φώτα μέσα στο Πεδίον του Άρεως. Φαίνεται, είχε στηθεί κάποιου είδους παζάρι, ένα πανηγύρι, μια γιορτή. Μια γιορτή θλιβερή. Με πάγκους από προϊόντα σκορπισμένα σε χοντρό κόκκινο πλαστικό. Δεν ήταν τα μουντά πρόσωπα, ούτε τα σκυμμένα κεφάλια που μου δημιουργούσαν αυτό το αίσθημα. Αυτόν τον κόμπο στο στομάχι μου. Ήταν το εκτυφλωτικό φως από τις λάμπες των πάγκων.  Ένα ξένο στοιχείο που είχε εισβάλει στο πιο σκοτεινό μέρος της Αθήνας. Μια ψεύτικη υπερβολή. Σα να τράβηξαν τα μάγουλά της με τη βία και την ανάγκαζαν να χαμογελάσει. Αυτό ήταν το πιο θλιβερό απ’ όλα. Ένα χαμόγελο άδειο από ουσία, που δε φωτίζει στ’ αλήθεια, παρά μόνο καλύπτει.

Πλησίασα τόσο ώστε το χαμόγελό μου να ανταμώσει με τα ξερά γεια σας των μικροπωλητών και περπάτησα κατά μήκος της γιορτής. Το βλέμμα μου έπεσε σ’ ένα κόκκινο φόντο, «Το γλυκό του Δούναβη». Σταμάτησα και κοίταξα τους δύο πωλητές μέσα από τον πάγκο να ζυμώνουν μία λεπτή ζύμη. Γι’ αυτούς και για όσους περίμεναν στην ουρά ήταν απλώς μία λεπτή ζύμη.

Για φαντάσου. Εκείνο το γλυκό που δοκιμάσαμε μαζί κάποιο βράδυ στις όχθες του Δούναβη. Εκείνο το ίδιο, που φυλάξαμε σαν κάτι ακριβό. Και που το διηγούμασταν σαν κάτι δικό μας, σαν κάτι ξεχωριστό. Σαν μια υπόσχεση που δώσαμε με τον Δούναβη για να επιστρέψουμε μαζί.

Εκείνο,είχε φτάσει πια στο Πεδίον του Άρεως. Τόσο προσβάσιμο σε όλους, τόσο κοινό. Ποια αγάπη, ποια υπόσχεση να δημιουργούσε πια; Ευτελιζόταν ανάμεσα στις χοντρές στρώσεις μερέντας και λευκής σοκολάτας, στα τρίματα από oreo και στα πολύχρωμα τρουφάκια. Κανείς, ούτε ένας δεν δοκίμασε την παραδοσιακή γεύση. Με ζάχαρη και κανέλα. Με ζάχαρη και κανέλα, όπως ήταν φτιαγμένη η δική μας υπόσχεση. Τότε.

-Τι γεύση θέλετε, με ρώτησε άχαρα και βιαστικά ο πωλητής.

-Με ζάχαρη και κανέλα.

Άνοιξα το σακουλάκι, μύρισα την κανέλα και τη ζεστή ζύμη. Κι ύστερα έκατσα στην στάση των ΚΤΕΛ. Μύριζε ούρα και βρωμιά, όμως εγώ δεν μπορούσα να μυρίσω τίποτα άλλο εκτός από εκείνη την υπόσχεση. Έβαλα στο στόμα μου ένα κομμάτι κι ανάγκασα τον εαυτό μου να το μασήσει.

Δεν ήταν το ίδιο. Πώς θα μπορούσε να είναι το ίδιο; Καμία υπόσχεση δε με έδενε με αυτό το κομμάτι ζύμης. Κανένα φιλί, κανένας βραδινός ουρανός. Πώς θα μπορούσε να είναι το ίδιο;

Σηκώθηκα κι άφησα το υπέρλαμπρο φως να με σκεπάσει. Το είχα ανάγκη. Έπειτα κατηφόρισα προς το τρένο κι εξαφανίστηκα.

Στις 9 επέστρεφα ήδη στο σπίτι μου.