Short stories

Πατάτες τηγανητές το βράδυ

Έχω αυτήν την εικόνα μου στο παλιό μας σπίτι, στην αυλή. Είναι καλοκαίρι, μεσημέρι και κάθομαι στην μπροστινή αυλή στο πεζούλι. Η μαμά μου σκουπίζει μέσα κι έχει ανοιχτή την πόρτα. Το πατάκι – περίεργο δεν είναι, θυμάμαι ακόμα το πατάκι – είναι γυρισμένο μισό ανάποδα, έτσι που μπορώ να δω το από πάνω μαλλιαρό μέρος και το από κάτω που είναι επίπεδο.

Είμαι σίγουρα πολύ μικρή, λιγότερο από τεσσάρων χρονών. Νομίζω ότι φοράω ένα λευκό φόρεμα με κρόσσια και λίγο πριν χοροπηδούσα ανάμεσα στα δύο πεζούλια που ενώνουν τη δική μας αυλή με εκείνη της γιαγιάς μου. Κάθομαι εκεί λοιπόν, στο πεζούλι και περιμένω να τελειώσει η μαμά μου το σκούπισμα για να μπω μέσα. Κοιτάζω τα πέδιλά μου που πατούν στο ξεφτισμένο τσιμέντο κάτω και παίζω λίγο με τις σκιές που σχηματίζουν τα φύλλα που κουνιούνται πάνω από το κεφάλι μου. Η μαμά μου συνεχίζει να σκουπίζει και το δικό μου μυαλό τρέχει. Σκέφτομαι ότι είμαι μεγάλη, είμαι ντυμένη με ρούχα μεγάλων, μιλάω με πολλές κι ωραίες λέξεις και γράφω.

Είμαι εδώ, εκεί, παρά πέρα. Ταξιδεύω πολύ. Δουλεύω πολύ. Μπαίνω σ’ ένα μεγάλο κτίριο με πολλούς ανθρώπους. Είμαι σε πολλά κτίρια. Τώρα η μαμά μου σφουγγαρίζει.

Μυρίζει το άρωμα του απορρυπαντικού και η καθαριότητα. Η καθαριότητα είναι μία γενική μυρωδιά που όσο είμαι μικρή, πιστεύω ότι πηγάζει από τη μαμά μου. Δεν ξέρω πού βρίσκονται ο μπαμπάς μου κι ο αδελφός μου.

Έτσι κι αλλιώς εγώ δεν ανησυχώ για τίποτα εκείνη την περίοδο της ζωής μου. Το μόνο που με νοιάζει είναι να μεγαλώσω, να μπω να δω τηλεόραση και να φάω πατάτες τηγανητές το βράδυ. Τίποτα δε με ανησυχεί, τίποτα δε με φοβίζει. Είμαι σίγουρη ότι θα πετύχω, είμαι σίγουρη ότι θα γίνω αυτή η μεγάλη που ονειρεύομαι.

-Μαριλούκο, σήκω από ΄κει τώρα, θα ρίξω νερά.