Short stories

Αντανάκλαση

Μια διάφανη μεμβράνη χωρίζει δύο πραγματικότητες. Τη δική μου και τη δική του. Μια γυάλινη σφαίρα, ένα κάτοπτρο που κάνει δύο κόσμους να απέχουν, να πορεύονται ξυστά, δίπλα κι όμως ν’ απέχουν. Και μια ανάμνηση είναι αυτό που μένει να συνδέει αυτές τις ατέρμονες ζωές.

Μία ανάμνηση θολή, αλλοιωμένη, πρωινή που πλημμυρίζεται από τις ακτίνες του ηλίου. Έτσι όπως διαπερνούν το τζάμι διαθλώνται σε διάφανες χρωματιστές ακτίνες. Μοιάζουν με ανεπαίσθητα ουράνια τόξα που μόνο ένα ονειροπόλος σαν κι εμένα θα μπορούσε να τα δει. Κι εκείνος πίσω από το τζάμι.

Ποιος να ξέρει τι βλέπει εκείνος. Τον παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου που κοιτάζει αφηρημένα έξω από το παράθυρο του γραφείου του. Βλέπω θολά τα χαρακτηριστικά του να σκιαγραφούνται από το φως και τη σκιά. Να σχηματίζουν μικρές λακουβίτσες στα μάγουλά του και ασήμαντες χαρακιές, δρομάκια που οδηγούν στο χαμόγελό του και στους κροτάφους του. Μόνο για μια στιγμή, ώσπου η στιγμή τελειώνει και το μυαλό του μοιάζει να επιστρέφει σ’ αυτό που του δείχνει η οθόνη του.

Σε αντίθεση με το δικό μου που μοιάζει να απορρίπτει αυτό το κουραστικό μίτινγκ. Γνέφω καταφατικά και γελάω μαζί με τους υπόλοιπους, αλλά όλο μου το είναι βρίσκεται σ’ αυτό που υπάρχει πίσω από το τζάμι του γραφείου. Σ’ αυτήν την παράλληλη πραγματικότητα που αδιαφορεί πλήρως για ‘μένα.

Υπέροχα. Ό,τι ακριβώς  χρειαζόμουν στα 30 μου», σκέφτομαι.

Ξεφυλλίζω βιαστικά τα φυλλάδια που έχω μπροστά μου, μόνο και μόνο για να συγχρονιστώ με τους υπόλοιπους. Ψάχνω, ψάχνω, ούτε και ξέρω τι ψάχνω. Σ’ αυτά τα χαρτιά μπορεί κανείς να βρει τους πιο άσχημους συνδυασμούς λέξεων. Την απόλυτη απαξίωση της γλώσσας. Αυστηρά κείμενα με ένα σωρό αγγλικούς όρους αραδιασμένους δεξιά κι αριστερά.

Το μάτι μου συλλαμβάνει τη μεταβολή που συμβαίνει στο παράλληλο σύμπαν. Εκείνος  είναι που σηκώνεται όρθιος να πιάσει κάτι από τη μικρή βιβλιοθήκη δεξιά από το γραφείο του. Βλέπω το γαλάζιο πουκάμισο που καλύπτει τόσο όμορφα την ψιλόλιγνη φιγούρα του,να κάνει κυματισμούς στο φως και φαντάζομαι θάλασσες και ήλιους κι εκείνον να μυρίζει αλάτι και βραδινά φιλιά. Κι ύστερα συμβαίνει κάτι κοινότοπο, κάτι απλό, κάτι που δεν είναι εύκολο να ξεχάσω. Τον πλησιάζει η κόρη της Γεωργίας. Μοιάζει να πηγαίνει τετάρτη ή πέμπτη δημοτικού και κάτι του λέει ντροπαλά. Εκείνος της χαμογελά αμήχανα, της δίνει το χέρι του κι ύστερα χωρίς λόγο,τη γυρίζει τρεις στροφές, σα να τη χορεύει. Σα να υπάρχει μία μυστική συμφωνία που μπορούν να ακούσουν μόνο οι δυο τους. Ποιος ξέρει μπορεί και να υπάρχει. Χαμογελούν και οι δύο κι εγώ μαζί τους που έγινα μάρτυρας μίας μυστικής ανάμνησης, χωρίς να το θέλω.

Κι ύστερα η ζωή συνεχίζεται κανονικά. Το φωτοτυπικό φωτοτυπεί αδιάλειπτα, ο κόσμος πηγαινοέρχεται στην τουαλέτα, στην κουζίνα βιαστικός, αργός, σκυθρωπός, χαρούμενος και το δικό μου μυαλό παραμένει κολλημένο σ’ εκείνη τη στιγμή πίσω από το τζάμι. Στην αντανάκλαση μια ζωής που δε θα γίνει ποτέ δική μου. Λόγια που σκορπούν στον αέρα, ήχοι από το τηλέφωνο που κλείνει και ένα αδιάκοπο τσικ-τσικ από τα πλήκτρα του υπολογιστή. Όλη η εταιρεία μοιάζει μ’ ένα ατελείωτο κείμενο, χωρίς ειρμό. Τεράστιες αράδες από λέξεις, από ματιές, από τσικ-τσικ.

Στρέφω το βλέμμα μου ξανά σ’ εκείνον. Στέκεται όρθιος, γέρνει ελαφρά στην πόρτα σα να χρειάζεται κάποιου είδους στήριγμα, κάτι χαζεύει στο κινητό και ο αυχένας του καμπουριάζει κι ύστερα γυρνάει το βλέμμα του σα να ψάχνει κάτι και συναντά το δικό μου. Του χαμογελάω αμήχανα κι εκείνος που ανταποδίδει από την άλλη μεριά των τζαμιών. Δυο φυλακισμένοι ανάμεσα σε αντανακλάσεις. Ένας λαβύρινθος από τζάμια, τόσο απλός, τόσο μονοδρομικός που κάνει τη συνάντησή μας κοινή, ανούσια, ανέφικτη.

Το μίτινγκ επιτέλους τελειώνει κι εγώ σηκώνομαι ανακουφισμένη. Κατευθύνομαι προς το γραφείο μου. Αυτός είναι ο προορισμός μου. Κανένας άλλος, όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί. Κι όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν με μια ευτυχία που μπορείς να χαζέψεις από τη διαφάνεια που προσφέρει η αντανάκλαση του τζαμιού, από την ασφάλεια που προσφέρει η παρατήρηση από μακριά. Κι από τη διαπίστωση ότι η απόσταση που σε χωρίζει απ’ αυτήν είναι τόσο μικρή κι όμως ο δρόμος παραμένει τόσο δυσπρόσιτος. Τη βλέπεις, αλλά δεν μπορείς να την αγγίξεις.

Έτσι εγκλωβισμένη και μπερδεμένη για το πού με πηγαίνει αυτός ο γυάλινος λαβύρινθος, έπρεπε να συνεχίσω τη δουλειά μου. Έπρεπε να συνεχίσω τη ζωή μου.

Με όλα τα βάρη του παρελθόντος και καμία ένδειξη μέλλοντος, εγώ έπρεπε να φανώ γενναία και να συνεχίσω. Αυτό είναι η ζωή εξάλλου, ένας αδιάκοπος αγώνας στο σκοτάδι για να βρεις τον διακόπτη που θ’ ανάψει το φως κι επιτέλους θα δεις καθαρά. Εγώ ήμουν ακόμα στο σκοτάδι. Όμως η ανάγκη μου να πιστεύω σε θαύματα, να πιστεύω στην υπόσχεση μίας ευτυχίας, δε θα με άφηνε για πολύ ακόμα εκεί.

Κι όσο πληκτρολογούσα κι άλλες ανόητες λέξεις, κι άλλες εκτιμήσεις σε άτομα που δεν είχα το παραμικρό στοιχείο αν άξιζαν την εκτίμησή μου ή τη διάθεσή μου, μία ιδέα γεννιόταν στο μυαλό μου. Το επόμενο βήμα έπαιρνε μορφή. Τη μορφή της παραίτησης. Της παραίτησης και της αναγέννησης. Παρακινδυνευμένο, παράλογο, χαζό, αλλά τόσο αναγκαίο για να προχωρήσω σ’ εκείνο τον σκοτεινό τοίχο. Για να ψηλαφίσω την τραχιά επιφάνειά του, να σταματήσω να πέφτω πάνω του με δύναμη, να συνεχίσω. Περιμένοντας, ψάχνοντας.

Κι έτσι πέρασαν 5 χρόνια από εκείνη τη μέρα. Χρόνια που με βρήκαν στο Λονδίνο να παλεύω να χτίσω κάτι καινούργιο, ανάμεσα στο φόβο της τρομοκρατίας, της νοσταλγίας και μίας οικονομίας μετέωρης.  Κι εγώ να πιστεύω στο θαύμα και στην υπόσχεση μία ευτυχίας. Κι ακόμα κι αν δεν είχα βρει εκείνον τον διακόπτη, ακόμα κι αν τον είχα προσπεράσει, ήξερα ότι είχα καλύψει μεγαλύτερη επιφάνεια τοίχου απ’ ό, τι όταν έφυγα. Είχα αγγίξει τους σκασμένους σοβάδες, τις ατέλειες της βούρτσας, τις ρωγμές που έμοιαζαν με ρυτίδες μιας πρόωρης γήρανσης. Ήξερα κάθε σημείο του τοίχου κι ας μην μπορούσα να τον δω.

Αλλά απόψε ήμουν στην Αθήνα. Είχα αυγουστιάτικο ραντεβού με την πόλη μου. Συναντηθήκαμε με τα κορίτσια στις 9, στο Μοναστηράκι κι αρχίζαμε να ουρλιάζουμε σαν τρελές! Περπατήσαμε την Ερμού κι όλα ήταν όπως 5 χρόνια πριν, σα να μην είχε αλλάξει τίποτα αυτά τα χρόνια. Πόσο μου είχαν λείψει όλα αυτά τα πρόσωπα που αγαπώ. Πόσο μου είχε λείψει ο εαυτός μου όταν βρίσκομαι μαζί τους.

Σταθήκαμε για μια στιγμή στη βιτρίνα των H&M να χαζέψουμε και να χαζολογήσουμε λίγο ακόμα. Κι όσο το γέλιο διαδεχόταν τις φωνές, τις σπρωξιές και την ικανοποίηση ότι οι άνθρωποι που αγαπάμε και μας αγαπούν είναι για πάντα, η αντανάκλαση μίας ψιλόλιγνης φιγούρας μ’ έκανε να γυρίσω το βλέμμα μου. Ένα αερικό που πέρασε πάνω από τα κεφάλια μας, κι εξαφανίστηκε από τη βιτρίνα.

Εκείνος ήταν. Η ψιλόλιγνη φιγούρα εκείνης της ευτυχίας που δε μου έκανε τη χάρη 5 χρόνια πριν να βρεθεί στο δρόμο μου. Απόψε όμως δεν υπήρχαν γυάλινα εμπόδια, δεν υπήρχαν λαβύρινθοι, δεν υπήρχε τίποτα, μόνο η αντανάκλαση εκείνης της ευτυχίας που ονειρεύτηκα κάποτε. Και την ακολούθησα.