Short stories

Απρίλης

Κάθομαι εδώ στη γωνιά μου, δίπλα στο υφασμάτινο φωτιστικό δαπέδου, με το laptop πάνω στο κεντητό τραπεζομάντηλο κυπριακής τεχνοτροπίας, προίκα μου από τη μαμά μου και τη γιαγιά μου, με τα παράθυρα ανοιχτά να μπαίνει η άνοιξη στα πνευμόνια μου. Κάθομαι και σκέφτομαι τη ζωή, τους ανθρώπους που γνώρισα, τους ανθρώπους που με γνώρισαν αλλά δεν άφησα να με γνωρίσουν, τις φράουλες που έφαγα το πρωί και τη λεμονιά στην αυλή μας που περιμένουμε να καρποφορήσει και για λίγο νιώθω ότι είμαι ο Νάνι Μορέτι στον δικό του «Απρίλη».

Ανάμεσα στη φάρσα, στη μελαγχολία και την ίδια τη ζωή, σπάω κι εγώ πλάκα σαν εκείνον. Πάνε πέντε μέρες και έξι χρόνια που έφυγε η γιαγιά μου, πέντε μέρες που παρουσίασα το βιβλίο που έγραψα για εκείνη με αφορμή τον θάνατό της, πέντε μέρες που ήρθε μια ακρίδα στο παράθυρό μας και πέρασε όλη τη μέρα εκεί. Πέντε μέρες που όρκισα τον Κώστα να μην τη σκοτώσει γιατί θεώρησα (χωρίς κανένα λογικό επιχείρημα) ότι είναι μετενσάρκωση της γιαγιάς μου κι αυτό το μεσημέρι που ο ήλιος του Απρίλη συνυπάρχει με το βοριαδάκι που ανέκαθεν με έκανε να μελαγχολώ και να στέκομαι στο κατώφλι κάποιας απόφασης αναποφάσιστη προσπαθώντας να καταλάβω προς τα πού μου λέει ο αέρας να πάω. 

Σκέφτομαι τις διαφορετικές ζωές που ενδεχομένως ζω αυτήν τη στιγμή, σύμφωνα με τη θεωρία που μου εξήγησε η Χαρούλα, την οποία την πήρα και την έκανα έναν απέραντο αχταρμά στο κεφάλι μου – πόνος μη μας έρθει μακάρι, πέφτω και κυλιέμαι σα ζάρι – κι έπειτα βραδινή συζήτηση με τον Κώστα. Ώσπου αποφάσισα να του πω ότι απ’ όλες τις πιθανές ζωές που έχω το δικαίωμα να ζήσω, αυτή εδώ, τώρα, σήμερα, είναι αυτή που θέλω να ζω.

Και οι βοριάδες συμφωνούν μαζί μου και οι ακρίδες μου γνέφουν καταφατικά κι ο ήλιος φωτίζει την αυλή μου χωρίς εμπόδια, κι έχει έρθει πια η εποχή της φράουλας.

Και μένει ένας μήνας ακόμα για να σε συναντήσω.