Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη του Gianfranco Calligarich
Κάθε βιβλίο έχει τη δική του ώρα που έρχεται στη ζωή σου. Πριν από σχεδόν δύο χρόνια ξεκίνησα Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, διάβασα τις δέκα πρώτες σελίδες που μου υπόσχονταν μία λογοτεχνία που αγαπώ και το παράτησα. Και να που έφτασε η στιγμή να το διαβάσω εκ νέου από την αρχή και να το ολοκληρώσω. Υπέροχο, μελαγχολικό, με περιγραφές της Ρώμης που σε κάνει να τη ζεις σαν ντόπιος κι όχι όπως την έχω ζήσει εγώ ως τουρίστρια ή επιβάτιδα της ζωής όπως θέλω να λέω. Η Ρώμη χάνει κάτι από εκείνα τα τουριστικά στενά της και τα μαγνητάκια με τον πάπα και γίνεται μία πόλη με ανθρώπινη υπόσταση. Το βιβλίο το ρούφηξα κυριολεκτικά και βυθίστηκα στην παρακμή του Λεό.
Τέτοιους χαρακτήρες τους μελετάω σε όλη μου τη ζωή – θες από βίτσιο, από τραύμα, από συγγραφική τρέλα – δεν ξέρω ακόμα γιατί – και μπορώ να πω ότι ο συγγραφέας έχτισε κι απέδωσε τον ήρωα με τετοιο ρεαλισμό που στη διάρκεια του βιβλίου ένιωθα οτι τον ήρωα τον ήξερα, τον έχω συναναστραφεί, τον έχω αγαπήσει, τον έχω και με έχει πληγώσει.
Η προβληματική σχέση Λεό – Αριάννας μου θυμίζει εκείνο που είχε γράψει ο Καραγάτσης στον Γιούργκερμαν, ότι «Μονάχα ένα κορίτσι υπάρχει σ’ ολόκληρο τον κόσμο». Και συνήθως όταν υπάρχει αυτό το ένα κορίτσι που είναι πάντα λίγο διαφορετικό απ’ όλα τα άλλα στην πραγματική ζωή η σχέση δυσκολεύει και τα απλά γίνονται δύσκολα, κρύβονται σε λέξεις που δεν ειπωθηκαν ποτέ. Η ζωή γίνεται ξαφνικά υπέροχη, αλλά δεν μπορεί να γίνει κανονική. Όπως στο Μία ημέρα του David Nicholls ή Στην ακτή του Ίαν ΜακΓιούαν έτσι κι εδώ υπάρχει πάντα η ίδια νοσταλγία, το ίδιο απωθημένο, μία σχέση ζωής που την ώρα που συμβαίνει δεν το αντιλαμβανεσαι, παρά μόνο όταν αποστασιοποιηθείς, όταν αυτή η σχέση τελειώσει, όταν χάνεις αυτόν τον άνθρωπο από τη ζωή σου.
Ο Λεό τελειώνει με αυτό το καλοκαίρι, τελειώνει με την Αριάννα, τελειώνει με αυτήν την πόλη. Το τέλος με συγκλόνισε, με στεναχώρησε, με έκανε να το διαβάσω και δεύτερη φορά.