-
Ξημέρωμα Κυριακής
Τωρα η ώρα είναι 5. Οι θορυβοι που με ανταμώνουν είναι συγκεκριμένοι. Το ψυγείο που φανερώνει ότι ζει και καταψύχει, ένα λεωφορείο που πατάει φρένο. Το φαντάζομαι με λιγοστούς επιβάτες με πρησμένα μάτια. Τους βλέπω που κάθονται μακριά ο ένας από τον άλλον, να κοιτούν μπροστά να νιώθουν τη μάχη της υγρασίας με τον κλιματισμό. Πού και πού κάποιο νιαούρισμα κι ένα κουνούπι που γυρίζει στο δωμάτιο και με αναγκάζει να διακόψω τη ζωή προσπαθώντας να σβήσω το σημάδι από τον αστράγαλό μου με τα νύχια μου. Ξημέρωσε Κυριακή κι η ζωή κυλάει όπως συνήθως. Κι όμως κάτι έχει αλλάξει. Έχω μία μηχανική κούραση στο εσωτερικό των ποδιών μου, στην…
-
Αντανάκλαση
Μια διάφανη μεμβράνη χωρίζει δύο πραγματικότητες. Τη δική μου και τη δική του. Μια γυάλινη σφαίρα, ένα κάτοπτρο που κάνει δύο κόσμους να απέχουν, να πορεύονται ξυστά, δίπλα κι όμως ν’ απέχουν. Και μια ανάμνηση είναι αυτό που μένει να συνδέει αυτές τις ατέρμονες ζωές. Μία ανάμνηση θολή, αλλοιωμένη, πρωινή που πλημμυρίζεται από τις ακτίνες του ηλίου. Έτσι όπως διαπερνούν το τζάμι διαθλώνται σε διάφανες χρωματιστές ακτίνες. Μοιάζουν με ανεπαίσθητα ουράνια τόξα που μόνο ένα ονειροπόλος σαν κι εμένα θα μπορούσε να τα δει. Κι εκείνος πίσω από το τζάμι. Ποιος να ξέρει τι βλέπει εκείνος. Τον παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου που κοιτάζει αφηρημένα έξω από το…
-
Πατάτες τηγανητές το βράδυ
Έχω αυτήν την εικόνα μου στο παλιό μας σπίτι, στην αυλή. Είναι καλοκαίρι, μεσημέρι και κάθομαι στην μπροστινή αυλή στο πεζούλι. Η μαμά μου σκουπίζει μέσα κι έχει ανοιχτή την πόρτα. Το πατάκι – περίεργο δεν είναι, θυμάμαι ακόμα το πατάκι – είναι γυρισμένο μισό ανάποδα, έτσι που μπορώ να δω το από πάνω μαλλιαρό μέρος και το από κάτω που είναι επίπεδο. Είμαι σίγουρα πολύ μικρή, λιγότερο από τεσσάρων χρονών. Νομίζω ότι φοράω ένα λευκό φόρεμα με κρόσσια και λίγο πριν χοροπηδούσα ανάμεσα στα δύο πεζούλια που ενώνουν τη δική μας αυλή με εκείνη της γιαγιάς μου. Κάθομαι εκεί λοιπόν, στο πεζούλι και περιμένω να τελειώσει η μαμά μου…
-
Το γλυκό του Δούναβη
Εκείνον τον Σεπτέμβρη είχα μία πόλη που έτρεχε γύρω μου. Έναν βηματισμό που με οδηγούσε από το Σύνταγμα στο Μοναστηράκι. Στην καρδιά της Αθήνας και σ’ εκείνο το αεράκι που σε κάνει να ελπίζεις σ’ έναν βηματισμό πιο γρήγορο, πιο χαρούμενο. Που σε κάνει να ελπίζεις ότι προχωράς… Με τον Μάριο βγήκαμε για πρώτη φορά πριν μία εβδομάδα περίπου. Άντε πάλι να ξανασυστήνεσαι, άντε πάλι μηνύματα και τηλέφωνα και ραντεβού, άντε πάλι να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Άντε πάλι. Πριν ακόμα μπω στην τρίτη δεκαετία της ζωής μου, ένιωθα τόσο κουρασμένη απ’ αυτό το άντε πάλι. Άντε πάλι λοιπόν και ραντεβού στο Θησείο στις 9 ακριβώς. Τόσο κλισέ, τόσο ίδιος.…
-
Ένα ευτυχισμένο τέλος
Κι αν περίμενε κανείς για ένα ευτυχισμένο τέλος θα έκανε λάθος. Το λάθος γραφόταν στις ακτίνες που έπεφταν στους λευκούς τοίχους και τους χρωμάτιζαν με ένα είδος ανεμελιάς και αισιοδοξίας. Το λάθος γραφόταν στα πρωινά που συναντιούνταν πρόσωπο με πρόσωπο και δε μιλούσαν. Το λάθος γραφόταν πάνω από το τραπέζι αυτών των δύο ανθρώπων. Ο Εκείνος καθόταν σκυφτός στη μία άκρη και ο Άλλος στην άλλη. Καμία σημασία δεν είχε αν ο Εκείνος φορούσε ένα φθινοπωρινό σακάκι, ένα γαλάζιο πουκάμισο και ένα μπλε υφασμάτινο παντελόνι κι αν ο Άλλος φορούσε ένα λεπτό ανοιξιάτικο φόρεμα. Καμία σημασία δεν είχε αν ο καλοκαιρινός αέρας έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο κι ανακάτευε για…